των Σάντρο Μετζάντρα και Τόνι Νέγκρι
Το 2014 έκλεισε με την αποτυχία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, και άρα με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Πρόκειται για μια εξέλιξη μεγάλης πολιτικής σημασίας, που μέλλει να σηματοδοτήσει μια χρονιά η οποία, στην Ευρώπη, θα κλείσει με εκλογές στην Ισπανία (όπου ήδη το Μάιο ψηφίζουν για τους δήμους και τις «αυτονομίες»). Και είναι αρκετά σαφές ότι οι ελληνικές εκλογές δεν θα είναι απλώς «εθνικές»: η χονδροειδείς παρεμβάσεις της γερμανικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που σίγουρα θα ενταθούν μέσα στις επόμενες εβδομάδες, δείχνουν σαφώς ότι μπαίνει στο παιχνίδι ολόκληρο το οπλοστάσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, επαναπροσδιορισμένο τα τελευταία χρόνια μέσα απ’ τη διαχείριση της κρίσης. Άλλωστε η αντίδραση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, που έπεσε πάνω από 12% με την απλή αναγγελία της απόφασης Σαμαρά για πρόωρες προεδρικές εκλογές στις 9 Δεκεμβρίου, είχε ήδη δείξει ποιος θα ήταν ο ρόλος ενός άλλου βασικού παίκτη: του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το παιχνίδι που ετοιμάζεται να παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανώς περίπλοκο, και ειλικρινά μας φαίνονται κάπως αφελείς –όσο και αν επενδύονται με έναν μανδύα πολιτικού ρεαλισμού- οι θέσεις που, στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής αριστεράς, προτείνουν γραμμικά σενάρια υπέρβασης του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας μέσα από μια ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας. Θεωρούμε αντίθετα ότι στις επόμενες εκλογές στην Ελλάδα και την Ισπανία, ειδικά εάν τις δούμε μαζί, παίζεται μια καθοριστική ευκαιρία για να ανοίξουμε νέους πολιτικούς χώρους στην Ευρώπη. Και γι’ αυτό εξάλλου στηρίζουμε μέχρι τέλους το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ, και προσπαθούμε να συμβάλουμε σε αυτό κυρίως αποσαφηνίζοντας τις προϋποθέσεις ώστε η εκλογική επιτυχία του να μην οδηγήσει, όπως πολύ συχνά συνέβη στην ιστορία της «αριστεράς», σε σκλήρυνση και μπλοκάρισμα, αλλά αντίθετα να πυροδοτήσει μια εκτατική κίνηση, δυνητικά συντακτικού χαρακτήρα.
Πάντoτε σκεπτόμασταν και ασκούσαμε την πολιτική πέρα από την εκλογική στιγμή, με το βλέμμα πρώτα απ’ όλα στα κινήματα και τους αγώνες όσων παλεύουν ενάντια στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να δούμε τη σημασία που μπορεί να έχουν συγκεκριμένες εκλογικές αναμετρήσεις από την άποψη της ταξικής πάλης. Έτσι συνέβη σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά την τελευταία δεκαετία, και μπορεί να ξανασυμβεί στην Ελλάδα και την Ισπανία –και άρα: στην Ευρώπη- το 2015.
Η ευκαιρία που παρουσιάζεται είναι σπάσουμε, μαζί με το διπολισμό μεταξύ Λαϊκού και Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, και την κυριαρχία της ενιαίας σκέψης, δηλαδή αυτού του «εξτρεμισμού του κέντρου» που αποτέλεσε το πλαίσιο πολιτικής για τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια. Στο εσωτερικό αυτού του πλαισίου αναπτύσσονται σενάρια νεο-συντηρητικής σταθεροποίησης και ουσιαστικής εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού, τα οποία είναι ριζικά εχθρικά προς την κατάκτηση νέων χώρων ελευθερίας και ισότητας. Η επίθεση στις συνθήκες ζωής, συνεργασίας και εργασίας ήταν πραγματικά ιδιαίτερα βίαιη, ειδικά (αλλά όχι μόνο) στις χώρες της νότιας Ευρώπης. Και ο «εξτρεμισμός του κέντρου» κατέληξε να γεννήσει το δίδυμο αδελφάκι του, που αυτό είναι λιγότερο ευπαρουσίαστο στην κοινωνία: μια πληθώρα από «εθνικές» δεξιές, συχνά ανοιχτά φασιστικές, που ήδη εισάγουν στον κοινωνικό ιστό στοιχεία βίαιης πειθάρχησης και νέας ιεράρχησης.
Αυτές οι διαδικασίες και αυτές οι τάσεις έχουν ισχυρές ρίζες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες· ασφαλώς δεν θα τις σταματήσουν οι εκλογές. Και όμως, οι διαδοχικές εκλογές στην Ελλάδα και την Ισπανία μπορούν να ανοίξουν ένα ρήγμα στην συνέχειά τους, μπορούν να δημιουργήσουν εκείνο το χάσμα που έχουμε ανάγκη για να βγάλουμε τους αγώνες κατά της λιτότητας από μια απλή διάσταση «αντίστασης»· να συναρθρώσουμε επιτέλους τις τάσεις επανοικειοποίησης του πλούτου και οικοδόμησης νέων οργανωτικών μορφών, τις οποίες εξέφρασαν οι αγώνες, σε ένα συντακτικό πρόγραμμα.
Πολιτικές δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Ποδέμος δεν κατατείνουν σε αυτό, και πιστεύουμε ότι θα ήταν λάθος να κρίνουμε τη δράση τους από αυτή την άποψη. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το Ποδέμος (τα οποία παραμένουν πολύ διαφορετικές δυνάμεις, από άποψη τόσο πολιτικής κουλτούρας όσο και ιστορίας και σχέσης με τα κινήματα), μιλούν πλέον ρητά για την ανάγκη να οικοδομηθεί μια υπόθεση «σοσιαλδημοκρατική». Εννοούμε: τείνουν να ορίσουν ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα που να μπορεί να αναμετρηθεί με την οριστική πλέον κρίση της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας και τους βαθείς μετασχηματισμούς τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας. Ένα ανάλογο πείραμα βρίσκεται κατ’ ουσίαν σε εξέλιξη στη Θουριγγία, με την είσοδο της Linke δίπλα στο SPD και τους Πράσινους στην κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους. Αυτό δεν το θεωρούμε σκάνδαλο: η διάρρηξη του «κεντρώου εξτρεμισμού» δεν μπορεί παρά να εγείρει το θέμα της συγκρότησης ενός νέου ιστού διαμεσολαβήσεων, ενός ανοίγματος χώρων στους οποίους, για να το θέσουμε πολύ απλά, να είναι λιγότερο σκληρό, λιγότερο επώδυνο και λιγότερο κουραστικό να ζούμε και να εργαζόμαστε μαζί.
Έχουμε συχνά υπογραμμίσει τις δομικές δυσκολίες που συναντά ένα τέτοιο σχέδιο απέναντι στις χρηματιστικές και «εξορυκτικές» λογικές του σύγχρονου καπιταλισμού. Αλλά το ίδιο το γεγονός ότι διατυπώνεται (ειδικά υπό την πίεση των μεγάλων αγώνων των τελευταίων ετών στην Ελλάδα και την Ισπανία), μας φαίνεται σημαντικό από μόνο του. Αυτό μπορεί να καθορίσει τις προϋποθέσεις για την έκρηξη νέων κινημάτων, μπορεί να συμβάλει ώστε να διατυπωθούν με πιο προχωρημένους όρους οι αγώνες –ή να τεθεί ρητά το ζήτημα μιας «πολιτικής των αγώνων». Είναι εφικτό: πάνω σε αυτό παίζεται το πιο σημαντικό παιχνίδι.
Λέγεται κατά τις τελευταίες εβδομάδες, στην ευρωπαϊκή συζήτηση, ότι το ζητούμενο είναι να νικήσουμε τον φόβο και «να επιστρέψουμε στις νίκες.» Και εμείς το πιστεύουμε. Με τη διευκρίνιση ότι η «νίκη» δεν συνίσταται απλώς στην εκλογική επιβεβαίωση μιας δύναμης «αριστερής» όπως ο ΣΥΡΙΖΑ (ή «λαϊκιστικής», με την έννοια που δίνει στον όρο ο Eρνέστο Λακλάου, όπως το Ποδέμος). Έχουμε ήδη πει πόσο σημαντικά μας φαίνονται τα αποτελέσματα των προσεχών ελληνικών και ισπανικών εκλογών. Και τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το Ποδέμος κομίζουν σημαντικά νέα στοιχεία, στο βαθμό που έχουν τη δυνατότητα να ανοίξουν (επαναλαμβάνουμε: υπό την πίεση μεγάλων αγώνων) νέους πολιτικούς χώρους, μη αναγώγιμους σε παλιές και φθαρμένες ονοματολογίες. Αλλά είναι ακριβώς ένας ανανεωμένος πολιτικός ρεαλισμός που μας επιβάλλει να μην θεωρήσουμε ως «νίκη» το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης από μόνο του. Χωρίς να επαναλάβουμε εδώ το σύνολο των προβληματισμών που διατυπώσαμε όλα αυτά τα χρόνια για την κρίση της αντιπροσώπευσης, τις διαδικασίες χρηματιστικοποίησης ή τους μετασχηματισμούς του κράτους εντός της παγκοσμιοποίησης, νομίζουμε ότι τα όρια που συναντά σήμερα η κυβερνητική δράση –ιδίως μέσα στην ΕΕ- είναι πολύ εμφανή, και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά και οι ίδιοι οι πλέον ενήμεροι ιθύνοντες του ΣΥΡΙΖΑ και του Ποδέμος.
Τα όρια αυτά δεν μπορούν να ξεπεραστούν από ένα μόνο κόμμα, πολύ λιγότερο στη βάση μιας απλής διεκδίκησης της «εθνικής κυριαρχίας». Οι τάσεις προς σκλήρυνση και προς κλείσιμο, που από πολλές μεριές καταγγέλλονται όσον αφορά είτε τον ΣΥΡΙΖΑ είτε το Ποδέμος, είναι ίσως κατανοητές αν λάβουμε υπόψη τις επείγουσες ανάγκες των εκλογικών προθεσμιών. Εάν παγιωθούν, ωστόσο, θα ήταν καταστροφικές. Αυτό που χρειάζεται, αντιθέτως, είναι μία πειραματική προσέγγιση ανοίγματος απέναντι στην οικοδόμηση και την παγίωση ενός νέου ιστού αντιεξουσιών, νέων θεσμών, ώριμων πειραμάτων κοινωνικής αυτο-οργάνωσης. Και ταυτόχρονα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η μάχη παίζεται εξ ολοκλήρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο: ακόμη και μια υποθετική κυβερνητική δράση κατά της λιτότητας σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να θέτει ως στόχο τη διάρρηξη των ισορροπιών που έχουν εδραιωθεί μέσα από τη διαχείριση της κρίσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργάνων, τη διάνοιξη νέων χώρων (για παράδειγμα ξεκινώντας από μια αδιάλλακτη διαπραγμάτευση για το θέμα του χρέους) για την εισβολή ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Και με βάση αυτή τη διπλή ικανότητα ανοίγματος προς κοινωνικά κινήματα ικανά να παράγουν τις δικές τους μορφές θεσμοθέτησης, αφενός, και προς την ευρωπαϊκή διάσταση αφετέρου, είναι που θα αξιολογηθεί κατά τους προσεχείς μήνες η δράση δυνάμεων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Ποδέμος. Άλλωστε, ισορροπώντας σε αυτή τη διπλή κορυφογραμμή μπορούν τα ίδια τα κινήματα να συνεισφέρουν σημαντικά στον καθορισμό ενός προγράμματος και την έναρξη μιας συντακτικής διαδικασίας. Πρόκειται προφανώς για θέματα που τίθενται με επείγοντα τρόπο και στην Ιταλία, με βάση, μεταξύ άλλων, την πείρα και τη διαδρομή της «κοινωνικής απεργίας»: θα επανέλθουμε σύντομα στο ζήτημα αυτό. Σε ένα συντακτικό πρόγραμμα, μπορούμε να κατακτήσουμε νέο πολιτικό έδαφος πηγαίνοντας πέρα από εκκλήσεις προς αγανάκτηση και έκφραση θυμού, οι οποίες, αν και κατανοητές, ενδέχεται να αντανακλούν επί της ουσίας μια πολιτική ανημπόρια.
Το 2015 θα είναι μια καλή χρονιά στην Ευρώπη, αν μπορέσουμε να δημιουργήσουμε πιο προωθημένους όρους για να αντιμετωπίσουμε σε μια συντακτικού τύπου οπτική παλιά προβλήματα (όπως η σχέση μεταξύ κομμάτων , συνδικάτων και κινημάτων, ο διεθνισμός, η ίδια η σχέση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης) που επανεμφανίζονται σήμερα με ριζικά νέες μορφές. Μια πολιτική των αγώνων μπορεί να αναγνωρίζει τα ανεπίλυτα προβλήματα, και δεν ξαναασχολείται μ’ αυτά παρά μόνο για να ανανεώσει την υφή τους: αυτό δεν συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη;